εριδρεμέτης

εριδρεμέτης
ἐριβρεμέτης, ὁ (Α)
1. (κυρίως για τον Δία) αυτός που βροντά ισχυρά («ἐριβρεμέτης Ζεύς»)
2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐριβρεμέται λέοντες»)
3. (κυρίως για μουσικό όργανο) αυτός που ηχεί ισχυρά («ἐριβρεμέτης αὐλός», Αρχίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντάω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”